- υδρολήπτης
- ο, Ναυτός που παίρνει νερό από πηγή ή υδραγωγείο, ο υδρευόμενος.[ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ(ο)-* + λήπτης (< λαμβάνω), πρβλ. ηχο-λήπτης. Η λ., στον λόγιο τ. ὑδρολῆπται, μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Εφημερίς].
Dictionary of Greek. 2013.